- ὑποσκαίρω
- ὑποσκαίρω,A spring or jump up, c. acc. cogn.,
ἴχνος πεδίλῳ Nonn. D.8.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴχνος πεδίλῳ Nonn. D.8.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσκαίρω — ΜΑ σκιρτώ, αναπηδώ λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»] … Dictionary of Greek